2o Δημ.Σχολείο

 

Ντάνεφ

 Κάποτε, στη μικρή αυτή πόλη, τη στοιχειώδη εκπαίδευση των νεαρών της βλαστών, είχαν αναλάβει τρία δημοτικά σχολεία. Το Πρώτο, το Δεύτερο και το Τρίτο. Ενώ όμως το Πρώτο και το Τρίτο αναφέρονταν με την αριθμητική τους σειρά, για το Δεύτερο δε γινόταν το ίδιο. Λέγαμε το «Ντάνεφ». Κι έτσι έμεινε για πολλές δεκαετίες προτού περάσει στην… ιστορία.
 Το κτίριο αυτό, που χρωστούσε προφανώς το όνομα του στο βούλγαρο ιδιοκτήτη του, (που θα πρέπει να ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο αν κρίνουμε από το σπίτι του) ήταν από τα λιγοστά που είχαν απομείνει άθικτα από την πυρκαγιά που ακολούθησε τη φυγή των βουλγάρων κατοίκων τον Ιούνιο του 1913. Τα άλλα, ήταν το Διοικητήριο (το σημερινό, που φαίνεται και τότε να αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της τουρκικής εξουσίας), οι παλιοί στρατώνες του πεζικού, στο κέντρο της πόλεως, και το συγκρότημα των κτιρίων πίσω από τον «Κήπο», που ανήκαν στις «Καλογριές». Και μια και το ‘φερε ο λόγος ας πούμε ότι, τα κτίρια αυτά θα πρέπει να έχουν κατασκευαστεί κατά τα τέλη του περασμένου ή στις αρχές του δικού μας αιώνα. Και έγιναν, όχι απλώς να στεγάσουν, αλλά ν’ αποτελέσουν το Αρχηγείο μιας Γαλλικής Καθολικής Αποστολής Καλογραιών που σκοπός της ήταν η θρησκευτική προπαγάνδα σ’ ολόκληρο το χώρο της Μακεδονίας. Στα μετέπειτα χρόνια και μετά τη διάλυση της Αποστολής, τα κτίρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους σκοπούς. Κάποιο απ’ αυτά χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά, πρώτα σα Δημοτικό Νοσοκομείο, στη συνέχεια σαν Λέσχη της Νεολαίας, επί Μεταξά, και τέλος στέγασε τα Κατηχητικά Σχολεία. Ενώ άλλα χρησιμοποιήθηκαν από το Στρατό σαν Διοικητήρια των εκάστοτε στρατιωτικών μονάδων (προπολεμικά) καθώς και από το Σώμα των Προσκόπων (μεταπολεμικά) και τη Μεραρχία, πριν να εγκαταλειφθούν στη σημερινή τους κατάσταση. Αλλά, ας γυρίσουμε στο «Ντάνεφ».
Χτισμένο σε περίοπτη θέση, με τα θεμέλια του γερά ριζωμένα στα βράχια του Αη Γιώργη, δέσποζε με τη θωριά του σ’ ολόκληρη την πόλη δίνοντας την εικόνα «ανακτόρου» ανάμεσα στ’ άλλα χαμηλά και φτωχικά προσφυγικά της σπίτια.
Όταν ερχόταν κανείς απ’ τη Θεσσαλονίκη το πρώτο κτίριο που αντίκριζε από μακριά, λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του Αη Γιώργη, ήταν το «Ντάνεφ». Είχε ένα περίεργο χρώμα για δημόσιο κτίριο, και δεν ξέρω αν αυτό ήταν το αρχικό του και διατηρήθηκε, ή ήταν ιδέα κάποιου μεταγενέστερου. Ανοιχτό «μωβ» με άσπρα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα καγκελόφραχτα παράθυρά του. Και, κατά πως λέγανε και οι παλαιότεροι, υπήρξε και το πρώτο σχολείο της πόλεως πριν να χτιστούν τα άλλα δύο.
Από τα παράθυρα του επάνω πατώματος, όταν ο ορίζοντας ήταν καθαρός, μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποιο κομμάτι του Θερμαϊκού να γυαλίζει στον ήλιο, μαζί με τις χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου.
Λόγω της κλίσης που είχε το έδαφος όταν το ‘βλεπες από κάτω, από τον κεντρικό δρόμο, φαινόταν μεγάλο κι επιβλητικό και με πολλά πατώματα. Η εντύπωση αυτή μετριαζόταν, για τον ίδιο λόγο, από την επάνω μεριά, τη βορεινή, όπου ήταν και η είσοδός του. Μπροστά, ακριβώς, απ’ αυτή περνούσε ένα στενό και κακοτράχαλο δρομάκι, απροσπέλαστο στ’ αυτοκίνητο, που πήγαινε στο Διοικητήριο. 
Από την κάτω μεριά, τη νότια, είχε την είσοδο του μόνο το νηπιαγωγείο, που με τις δυο του αίθουσες (μικρά και μεγάλα νήπια) και τις αποθήκες για τα ξύλα, αποτελούσαν το υπόγειο.
Η αυλή του σχολείου αποτελούσε ένα «φυσικό» κομμάτι του βραχώδους λόφου, με τα βράχια να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί, με τις επιφάνειες τους λείες και γυαλιστερές από τη μακρόχρονη επαφή και τριβή χιλιάδων μαθητικών… πισινών. Το υπόλοιπο επίπεδο τμήμα της, σκληρό κι αυτό σαν τσιμέντο, όπου κάθε διάλειμμα «έπαιζαν» εκατοντάδες παιδιά, δεν ήταν μεγαλύτερο από λίγες δεκάδες τετραγωνικά μέτρα.
Ολόκληρη τη δυτική πλευρά του σχολείου, την έπιανε ένας μικρός (σχολικός;) κήπος, πλάτους λίγων, μόλις, μέτρων. Μέσα εκεί υπήρχαν κάτι ψωραλέες αμυγδαλιές που, κάθε άνοιξη, έκαναν γνωστή την παρουσία τους με λιγοστά άνθη που συνυπήρχαν με τα ξερά αμύγδαλα από τις καρποφορίες πολλών προηγούμενων ετών.
Εκτός από το δρόμο που αναφέραμε πιο πάνω, που περνούσε μπροστά απ’ το σχολείο, υπήρχε κι ένας άλλος που άρχιζε από τη γωνία, όπου ήταν το ποτοποιείο των Αδελφών Ψαλλίδα, και συναντούσε τον πρώτο. Το ανηφορικό αυτό δρομάκι από τη μια του πλευρά είχε το ποτοποιείο και στη συνέχεια τον τοίχο που έκλεινε τον κήπο της οικίας Μοσκώφ. Από την άλλη ήταν το παλιό νταμάρι με τα κοφτά, κάθετα τοιχώματα που τα χείλη του, από τη μια πλευρά, έφταναν λίγα μόλις μέτρα από την αυλή του σχολείου, που από το μέρος αυτό κλείνονταν μ’ ένα χαμηλό τοίχο. Ανάμεσα από τα χείλη του νταμαριού και τον τοίχο αυτόν, υπήρχε ένα μονοπάτι γεμάτο τσουκνίδες κι αγριόχορτα που σ’ έβγαζε στην αυλή, μπροστά στο νηπιαγωγείο. Το μονοπάτι αυτό, αν κι επικίνδυνο, το προτιμούσαν συνήθως οι αργοπορημένοι, αποφεύγοντας να κάνουν το γύρο του σχολείου.
Το «δρομάκι του Ψαλλίδα», γεμάτο χαλίκια και κοτρόνια και χαραγμένο από τα νερά της βροχής που κατέβαιναν ορμητικά από τον Αη Γιώργη, δεχόταν και όλα τα νερά από τις μπουγάδες όλης της «επάνω» γειτονιάς, που κυλούσαν μέχρι κάτω τον κεντρικό δρόμο.
Μπαίνοντας σ’ αυτό ένιωθες να σε πνίγει η βαρεία μυρωδιά του ξινισμένου κρασιού, από τα ξεπλύματα των βαρελιών του ποτοποιείου, ανακατεμένη με την ερεθιστική οσμή της αμμωνίας από τα ούρα των περαστικών. Που, γυρνώντας τα βράδια, μεθυσμένοι συνήθως, στα σπίτια τους, έβρισκαν στο σκοτεινό δρομάκι, το κατάλληλο μέρος για να «ξελαφρώσουν» τον οργανισμό τους, από τα άχρηστα υγρά του.
Μια επιγραφή στον τοίχο, με κεφαλαία γράμματα «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ ΤΟ ΟΥΡΗΝ ΔΙΑ ΡΟΠΑΛΟΥ» δεν φαίνεται να προβλημάτιζε σοβαρά τους νυχτερινούς δράστες.
Στη συνέχεια, όπως είπαμε, ήταν ο τοίχος που έκρυβε τον κήπο του Μοσκώφ. Ένα κήπο γεμάτο με όμορφα τριαντάφυλλα και παγωνιά που ξεφώνιζαν κάθε τόσο με τις χαρακτηριστικές τους κραυγές.
Ο χώρος του διπλανού νταμαριού χρησίμευε, στη διάρκεια της ημέρας, για επίσημο «ανακουφιστήριο», ελαφρών περιπτώσεων, όλων των πέριξ καταστηματαρχών.
Το Σάββατο όμως λειτουργούσε σαν χώρος στάθμευσης, ένα «παρκινγκ» θα λέγαμε της εποχής, όπου οι χωρικοί που έρχονταν στο γειτονικό παζάρι, «πάρκαραν» εκεί τα «φιατάκια» τους, τουτέστιν τα γαϊδούρια τους, ενώ αυτοί πήγαιναν να κάνουν τα ψώνια τους. Το τι γινόταν την ημέρα αυτή με τις φωνές, τις καθόλου αρμονικές, των ζώων αυτών, δε λέγεται.
Την εποχή, μάλιστα, της άνοιξης, όταν ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης, ξαπόστελνε τα φλογερά του βέλη πάνω σε ανθρώπους και ζώα, η σαββατιάτικη πελατεία του νταμαριού εμφανιζόταν ιδιαίτερα ευπρόσβλητη. Άλλωστε το λέει και η λαϊκή παροιμία: «Να ήμουν το Μάη γάιδαρος…». Ογκανίσματα ερωτικού παραληρήματος συγκλόνιζαν όλη τη γύρω περιοχή. Ερωτικές περιπτύξεις, πεσμένα σαμάρια που σέρνονταν στο έδαφος από…εξαγριωμένους αρσενικούς που ήθελαν, δια της βίας, να επιβάλουν τις επιθυμίες τους. Θηλυκές κλωτσοπατινάδες προς ανεπιθύμητους εραστές, δαγκωματιές και… άλλα τέτοια αποτελούσαν ένα θέαμα που, σε κάθε διάλειμμα, απολάμβαναν οι μαθητές από το ύψος της αυλής του σχολείου. Με ιδιαίτερη προσοχή και πονηρά υπονοούμενα οι μεγαλύτεροι απ’ αυτούς, με φωνές και αθώα… χειροκροτήματα οι μικρότεροι. Μάταια ο δάσκαλος της υπηρεσίας προσπαθούσε, σφυρίζοντας απεγνωσμένα, να τους απομακρύνει προς την αντίθετη πλευρά της αυλής. Και αν κρίνει κανείς από την ανυπομονησία με την οποία περίμεναν το κάθε Σάββατο, βγάζει το συμπέρασμα ότι το θέαμα, εκτός της ψυχαγωγικής του πλευράς, ήταν και…λίαν μορφωτικόν.
Κάθε Σάββατο, επίσης, από δω πάνω, φαινόταν όλη η κίνηση της πλατείας που γινόταν το παζάρι, και από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαιναν οι φωνές των πωλητών μαζί με την τσίκνα απ’ τα υπαίθρια σουβλατζίδικα.
Λίγο πιο πέρα απ’ το νταμάρι, εκεί που ο λόφος «έσβυνε», στην άκρη του κεντρικού δρόμου, υπήρχε μια σειρά από μικροσκοπικές ξύλινες παράγκες που «στέγαζαν» μπαλωματίδικα. Κολλημένες με την πλάτη στο βράχο οι («ατομικές» θα μπορούσαμε να τις πούμε) παράγκες αυτές, χωρούσαν μόνον τον «καταστηματάρχη» κι αυτόν… καθιστόν. Αργότερα στις θέσεις τους έγιναν άλλα μαγαζιά μεγαλύτερα, (πάλι όμως ξύλινα), και περιποιημένα. Ήταν, κυρίως, ραφτάδικα και μαγαζιά που πουλούσαν «είδη σαγής».
Με το «Ντάνεφ» έχουν συνδέσει τ’ όνομα τους παλιοί δάσκαλοι που ανάλωσαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα σ’ αυτό. Ας θυμηθούμε μερικούς απ΄ αυτούς. Τον Ψαθά, τον Σπηλιώπουλο και την ευτραφή σύζυγο και συνεργάτιδά του, τον «μακεδονολάτρη» Μπουφίδη, με την ευθυτενή κορμοστασιά, το «αετίσιο» βλέμμα και την αχώριστη σφυρίχτρα του. Και τέλος την «πάλλουσα καρδιά» του σχολείου την «δεσποινίδα Ειρήνη».
Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1947. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι στο «φόρτε» του, και γύρω από το «Ντάνεφ» που έχει μετατραπεί σε φυλακή, χτίστηκαν πολυβολεία. Το βράδυ της 29 Μαΐου, ο κομμουνιστικός στρατός χτύπησε την πόλη κι ένας από τους αντικειμενικούς τους σκοπούς ήταν και η απελευθέρωση των φυλακισμένων ομοϊδεατών τους από το «Ντάνεφ». Οι σκοποί τους όμως δεν επετεύχθηκαν κι όταν το πρωί  αποσύρθηκαν από την πόλη είχαν αφήσει πίσω τους αρκετούς νεκρούς, και μερικούς απ’ αυτούς (4-5 νέα παιδιά) στην αυλή του σχολείου. Οι στρατιωτικές αρχές για ευνόητους λόγους, τους είχαν αφήσει στη θέση εκείνη για λίγες ώρες και ο κόσμος περνούσε από κει και τους έβλεπε. Άλλοι σπρωγμένοι από μια νοσηρή περιέργεια που τροφοδοτούσε το πάθος εκείνων των ημερών, κι άλλοι με την αγωνία και τον πόνο ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους, έρχονταν να δουν, μήπως κι αναγνωρίσουν ανάμεσά τους, κάποιο γνωστό ή συγγενικό τους πρόσωπο.Ήταν μια συγκλονιστική εικόνα του «Ντάνεφ» και της αυλής του, που κρατώ, ολοζώντανη ακόμα, στη μνήμη μου.  
  
Κείμενο από το βιβλίο του Σταύρου Δ. Λίβα "Η παλιά, μικρή μας πόλη", Αθήνα 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου